- ἀδμολίη
- ἀδμολίη, ἡ,A uncertainty, Call.Fr.338 (
-μωλ- Suid.
). [full] ἀδμωλεί· χωρὶς δόλου ἢ δουλείας, Suid. [full] ἀδμωλή, ἡ, = ἄγνοια, Hdn.Gr.1.324, cf. Hsch. [full] ἀδμωλῶ· ἀκηδιῶ, Suid.:—also [full] ἀδμωλεῖν· ἀγνοεῖν ἤ ἀγνωμονεῖν ἢ ἀκηδιᾶν, EM18.33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.